- ποσολογία
- η, Νκλάδος τής φαρμακευτικής που ερευνά τις επιδράσεις τών ποσοτήτων τών φαρμακευτικών ουσιών στους ανθρώπους και στα ζώα και καθορίζει τις δόσεις που πρέπει να χορηγούνται ανάλογα με την ηλικία, το βάρος, το φύλο και την πάθηση τού ασθενούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. posology (< ποσό(ς) + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Αντ. Ε. Παπαδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.